γιουχαΐζω

γιουχαΐζω
γιουχαΐζω και γιουχάρω γιουχάισα, γιουχαΐστηκα, γιουχαϊσμένος, αποδοκιμάζω φωνάζοντας «γιούχα»: Γιουχάισαν τον τραγουδιστή γιατί ήταν παράφωνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιουχαΐζω — γιουχαΐζω, γιουχάισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. γιουχάρω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γιουχαΐζω — και γιουχάρω και γιουχαρίζω [γιούχα] αποδοκιμάζω με φωνές και σφυρίγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”